- επωφελια
- ἐπωφελίαἐπ-ωφελίαἥ Anth. = ἐπωφέλεια См. επωφελεια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπωφελία — ἐπωφελίᾱ , ἐπωφελία fem nom/voc/acc dual ἐπωφελίᾱ , ἐπωφελία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωφελία — ἐπωφελία, ἡ (Α) η επωφέλεια … Dictionary of Greek
ἐπωφελίης — ἐπωφελία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)